υπέρθεμα

υπέρθεμα
-έματος, τὸ, ΜΑ, και υπέρθημα Μ [ὑπερτίθημι]
η ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπέρθεμα — το, ατος η ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπέρθημα — ήματος, τὸ, Μ βλ. υπέρθεμα …   Dictionary of Greek

  • υπερθεματίζω — ὑπερθεματίζω ΝΜ προσφέρω την πιο υψηλή τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ νεοελλ. μτφ. υπερβάλλω, ξεπερνώ, τονίζω ακόμη περισσότερο («ο κ. υπουργός εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει») μσν. προχωρώ πέρα από το θέμα, από την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”